- εγκάρδιος
- -α, -οεπίρρ. -α που βρίσκεται στην καρδιά ή που βγαίνει από την καρδιά, θερμός, ειλικρινής: Εγκάρδιος φίλος. – Εγκάρδια λόγια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐγκάρδιος — in the heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκάρδιος — α, ο (AM ἐγκάρδιος, ον) αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια») μσν. (για αδερφό) γνήσιος αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα … Dictionary of Greek
ἐγκαρδίως — ἐγκάρδιος in the heart adverbial ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρδιον — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc sg ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίοις — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίου — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίους — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίων — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίῳ — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρδια — ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)